Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑσπερίς
ἕσπερος
ἔσπον
ἐσσύμενος
ἑσταότως
ἔστε
ἑστίαμα
Ἑστία
ἑστία
ἑστίασις
Ἑστιάς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοῦχος
ἕστωρ
ἐσφαλμένως
ἐσχάρα
ἐσχαρεών
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
View word page
Ἑστιάς
Ἑστιάς Ἑστιάς, άδος, Ἑστία a Vestal virgin, Plut.

ShortDef

a Vestal virgin

Debugging

Headword:
Ἑστιάς
Headword (normalized):
ἑστιάς
Headword (normalized/stripped):
εστιας
IDX:
13314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13320
Key:
*(estia/s

Data

{'content': 'Ἑστιάς\n Ἑστιάς, άδος,\n Ἑστία\n a Vestal virgin, Plut.', 'key': '*(estia/s'}