Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑσμοτόκος
ἑσπέρα
ἑσπερινός
ἑσπέριος
ἑσπερίς
ἕσπερος
ἔσπον
ἐσσύμενος
ἑσταότως
ἔστε
ἑστίαμα
Ἑστία
ἑστία
ἑστίασις
Ἑστιάς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοῦχος
ἕστωρ
ἐσφαλμένως
View word page
ἑστίαμα
ἑστίαμα ἑστίᾱμα, ατος, τό, ἑστιάω an entertainment, banquet, Eur.
ShortDef
an entertainment, banquet
Debugging
Headword:
ἑστίαμα
Headword (normalized):
ἑστίαμα
Headword (normalized/stripped):
εστιαμα
IDX:
13310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13316
Key:
e(sti/ama
Data
{'content': 'ἑστίαμα\n ἑστίᾱμα, ατος, τό,\n ἑστιάω\n an entertainment, banquet, Eur.', 'key': 'e(sti/ama'}