Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐσκεμμένως
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσπέρα
ἑσπερινός
ἑσπέριος
ἑσπερίς
ἕσπερος
ἔσπον
ἐσσύμενος
ἑσταότως
ἔστε
ἑστίαμα
Ἑστία
ἑστία
ἑστίασις
Ἑστιάς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοῦχος
View word page
ἑσταότως
ἑσταότως on oneʼs feet, Il.
ShortDef
on one's feet
Debugging
Headword:
ἑσταότως
Headword (normalized):
ἑσταότως
Headword (normalized/stripped):
εσταοτως
IDX:
13308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13314
Key:
e(stao/tws
Data
{'content': 'ἑσταότως\n on oneʼs feet, Il.', 'key': 'e(stao/tws'}