Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐσθίω
ἐσθλός
ἔσθος
ἔσθʼ ὅτε
ἔσθω
ἕσις
ἐσκεμμένως
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσπέρα
ἑσπερινός
ἑσπέριος
ἑσπερίς
ἕσπερος
ἔσπον
ἐσσύμενος
ἑσταότως
ἔστε
ἑστίαμα
Ἑστία
ἑστία
View word page
ἑσπερινός
ἑσπερινός ἑσπερῐνός, ή, όν = ἑσπέριος, Xen.
ShortDef
in the evening; western
Debugging
Headword:
ἑσπερινός
Headword (normalized):
ἑσπερινός
Headword (normalized/stripped):
εσπερινος
IDX:
13302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13308
Key:
e(sperino/s
Data
{'content': 'ἑσπερινός\n ἑσπερῐνός, ή, όν\n = ἑσπέριος, Xen.', 'key': 'e(sperino/s'}