Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐσθής
ἐσθίω
ἐσθλός
ἔσθος
ἔσθʼ ὅτε
ἔσθω
ἕσις
ἐσκεμμένως
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσπέρα
ἑσπερινός
ἑσπέριος
ἑσπερίς
ἕσπερος
ἔσπον
ἐσσύμενος
ἑσταότως
ἔστε
ἑστίαμα
Ἑστία
View word page
ἑσπέρα
ἑσπέρα Lat. vespera, properly fem. of ἕσπερος· (sub. ὥρα) , evening, eventide, eve, Hdt.; ἑσπέρας at eve, Plat., etc.; ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς just at nightfall, Thuc.; πρὸς ἑσπέρᾳ Ar.; ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν Xen.; ἑσπέρας γιγνομένης Plat. (sub. χώρα) , the west, Lat. occidens, Eur.; ἡ πρὸς ἑσπέρην χώρη the country to the west, Hdt.; τὸ πρὸς ἑσπέρης Hdt.; τὰ πρὸς ἑσπέραν Thuc.

ShortDef

evening, eventide, eve

Debugging

Headword:
ἑσπέρα
Headword (normalized):
ἑσπέρα
Headword (normalized/stripped):
εσπερα
IDX:
13301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13307
Key:
e(spe/ra

Data

{'content': 'ἑσπέρα\n Lat. vespera, properly fem. of ἕσπερος· \n (sub. ὥρα) , evening, eventide, eve, Hdt.; ἑσπέρας at eve, Plat., etc.; ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς just at nightfall, Thuc.; πρὸς ἑσπέρᾳ Ar.; ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν Xen.; ἑσπέρας γιγνομένης Plat.\n (sub. χώρα) , the west, Lat. occidens, Eur.; ἡ πρὸς ἑσπέρην χώρη the country to the west, Hdt.; τὸ πρὸς ἑσπέρης Hdt.; τὰ πρὸς ἑσπέραν Thuc.', 'key': 'e(spe/ra'}