Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔσθησις
ἐσθής
ἐσθίω
ἐσθλός
ἔσθος
ἔσθʼ ὅτε
ἔσθω
ἕσις
ἐσκεμμένως
ἑσμός
ἑσμοτόκος
ἑσπέρα
ἑσπερινός
ἑσπέριος
ἑσπερίς
ἕσπερος
ἔσπον
ἐσσύμενος
ἑσταότως
ἔστε
ἑστίαμα
View word page
ἑσμοτόκος
ἑσμοτόκος ἑσμο-τόκος, ον τεκεῖν producing swarms of bees, Anth.

ShortDef

producing swarms of bees

Debugging

Headword:
ἑσμοτόκος
Headword (normalized):
ἑσμοτόκος
Headword (normalized/stripped):
εσμοτοκος
IDX:
13300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13306
Key:
e(smoto/kos

Data

{'content': 'ἑσμοτόκος\n ἑσμο-τόκος, ον\n τεκεῖν\n producing swarms of bees, Anth.', 'key': 'e(smoto/kos'}