Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐρώτημα
ἐρώτησις
ἐρωτιάς
ἐρωτικός
ἐρωτίς
ἐρωτογράφος
ἐρωτοπλάνος
ἐρωτύλος
ἐσηλυσίη
ἐσθέω
ἔσθημα
ἔσθησις
ἐσθής
ἐσθίω
ἐσθλός
ἔσθος
ἔσθʼ ὅτε
ἔσθω
ἕσις
ἐσκεμμένως
ἑσμός
View word page
ἔσθημα
ἔσθημα ἔσθημα, ατος, τό, a garment, in pl., clothes, raiment, Trag., Thuc., etc.

ShortDef

a garment

Debugging

Headword:
ἔσθημα
Headword (normalized):
ἔσθημα
Headword (normalized/stripped):
εσθημα
IDX:
13289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13295
Key:
e)/sqhma

Data

{'content': 'ἔσθημα\n ἔσθημα, ατος, τό,\n a garment, in pl., clothes, raiment, Trag., Thuc., etc.', 'key': 'e)/sqhma'}