Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔνος
ἕνος
ἕνος
ἐνουράνιος
ἐνοχλέω
ἔνοχος
ἐνράπτω
ἐνριγόω
ἐνσείω
ἐνσημαίνω
ἐνσκέλλω
ἐνσκευάζω
ἐνσκήπτω
ἐνσκίμπτω
ἐνσκιρρόω
ἔνσοφος
ἔνσπονδος
ἐνστάζω
ἐνσταλάζω
ἔνστασις
ἐνστάτης
View word page
ἐνσκέλλω
ἐνσκέλλω perf. ἐνέσκληκα to be dry, withered, Anth.

ShortDef

to be dry, withered

Debugging

Headword:
ἐνσκέλλω
Headword (normalized):
ἐνσκέλλω
Headword (normalized/stripped):
ενσκελλω
IDX:
11179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11182
Key:
e)nske/llw

Data

{'content': 'ἐνσκέλλω\n perf. ἐνέσκληκα\n to be dry, withered, Anth.', 'key': 'e)nske/llw'}