Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἔνος
ἕνος
ἕνος
ἐνουράνιος
ἐνοχλέω
ἔνοχος
ἐνράπτω
ἐνριγόω
ἐνσείω
ἐνσημαίνω
ἐνσκέλλω
ἐνσκευάζω
ἐνσκήπτω
ἐνσκίμπτω
View word page
ἐνουράνιος
ἐνουράνιος ἐν-ουράνιος, ον in heaven, heavenly, Anth.
ShortDef
in heaven, heavenly
Debugging
Headword:
ἐνουράνιος
Headword (normalized):
ἐνουράνιος
Headword (normalized/stripped):
ενουρανιος
IDX:
11172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11175
Key:
e)noura/nios
Data
{'content': 'ἐνουράνιος\n ἐν-ουράνιος, ον\n in heaven, heavenly, Anth.', 'key': 'e)noura/nios'}