Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔνοπλος
ἔνοπτρον
ἐνοράω
ἔνορκος
ἐνορμίζω
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἔνος
ἕνος
ἕνος
ἐνουράνιος
ἐνοχλέω
ἔνοχος
ἐνράπτω
ἐνριγόω
View word page
ἔνορχος
ἔνορχος ἔν-ορχος, ον ὄρχις uncastrated, entire, ἔνορχα μῆλα rams, Il.
ShortDef
uncastrated, entire
Debugging
Headword:
ἔνορχος
Headword (normalized):
ἔνορχος
Headword (normalized/stripped):
ενορχος
IDX:
11166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11169
Key:
e)/norxos
Data
{'content': 'ἔνορχος\n ἔν-ορχος, ον\n ὄρχις\n uncastrated, entire, ἔνορχα μῆλα rams, Il.', 'key': 'e)/norxos'}