Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνόπλιος
ἔνοπλος
ἔνοπτρον
ἐνοράω
ἔνορκος
ἐνορμίζω
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἔνος
ἕνος
ἕνος
ἐνουράνιος
ἐνοχλέω
ἔνοχος
ἐνράπτω
View word page
ἔνορχις
ἔνορχις ἔνορχις, ιος Ionic for ἐνόρχης, Hdt.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔνορχις
Headword (normalized):
ἔνορχις
Headword (normalized/stripped):
ενορχις
IDX:
11165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11168
Key:
e)/norxis
Data
{'content': 'ἔνορχις\n ἔνορχις, ιος\n Ionic for ἐνόρχης, Hdt.', 'key': 'e)/norxis'}