Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐνολισθάνω
ἐνομιλέω
ἐνομόργνυμαι
ἐνοπή
ἐνόπλιος
ἔνοπλος
ἔνοπτρον
ἐνοράω
ἔνορκος
ἐνορμίζω
ἐνορμίτης
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἔνος
ἕνος
ἕνος
View word page
ἐνορμίτης
ἐνορμίτης from ἐνορμίζω ἐνορμί_της, ου, in harbour, Anth.
ShortDef
in harbour
Debugging
Headword:
ἐνορμίτης
Headword (normalized):
ἐνορμίτης
Headword (normalized/stripped):
ενορμιτης
IDX:
11161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11164
Key:
e)normi/ths
Data
{'content': 'ἐνορμίτης\n from ἐνορμίζω\n ἐνορμί_της, ου,\n in harbour, Anth.', 'key': 'e)normi/ths'}