Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
View word page
πλῆθος

τό

[πλη-, πίμπλημι.]

ShortDef

a great number, a throng, crowd, multitude

Debugging

Headword:
πλῆθος
Headword (normalized):
πλῆθος
Headword (normalized/stripped):
πληθος
IDX:
7787
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7788
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[πλη-, πίμπλημι.]</p>'}