Scaife ATLAS

CTS Library / περὶ τῆς δημεύσεως τῶν τοῦ Νικίου ἀδέλφου ἐπίλογος

περὶ τῆς δημεύσεως τῶν τοῦ Νικίου ἀδέλφου ἐπίλογος (18)

urn:cts:greekLit:tlg0540.tlg018.perseus-grc2:18
Refs {'start': {'reference': '18', 'human_reference': 'Section 18'}}
Ancestors []
Children []
prev
plain textXML
next

καὶ ταῦθʼ ὑμεῖς ἔγνωτε νεωστὶ κατελθόντες, ὀρθῶς βουλευόμενοι· ἔτι γὰρ ἐμέμνησθε τῶν γεγενημένων συμφορῶν, καὶ τοῖς θεοῖς εἰς ὁμόνοιαν ηὔχεσθε καταστῆναι τὴν πόλιν μᾶλλον ἐπὶ τιμωρίαν τῶν παρεληλυθότων τραπομένων[*] τὴν μὲν πόλιν στασιάσαι, τοὺς δὲ λέγοντας ταχέως πλουτῆσαι.

Tokens

καὶ 1 w 3
ταῦθʼ 1 w 8
ὑμεῖς 1 w 13
ἔγνωτε 1 w 19
νεωστὶ 1 w 25
κατελθόντες 1 w 36
ὀρθῶς 1 w 42
βουλευόμενοι 1 w 54
ἔτι 1 w 58
γὰρ 1 w 61
ἐμέμνησθε 1 w 70
τῶν 1 w 73
γεγενημένων 1 w 84
συμφορῶν 1 w 92
καὶ 2 w 96
τοῖς 1 w 100
θεοῖς 1 w 105
εἰς 1 w 108
ὁμόνοιαν 1 w 116
ηὔχεσθε 1 w 123
καταστῆναι 1 w 133
τὴν 1 w 136
πόλιν 1 w 141
μᾶλλον 1 w 147
1 w 148
ἐπὶ 1 w 151
τιμωρίαν 1 w 159
τῶν 2 w 162
παρεληλυθότων 1 w 175
τραπομένων 1 w 185
τραπομένων 2 w 195
Hude 1 w 199
τραπόμενοι 1 w 210
MSS 1 w 213
τὴν 2 w 217
μὲν 1 w 220
πόλιν 2 w 225
στασιάσαι 1 w 234
τοὺς 1 w 239
δὲ 1 w 241
λέγοντας 1 w 249
ταχέως 1 w 255
πλουτῆσαι 1 w 264

Dictionary Citations

LSJ

πλουτέω
to be rich, wealthy, opp. πένομαι, τάχα σε ζηλώσει ἀεργὸς πλουτεῦντα Hes. Op. 313; πενιχρὸς αἶψα μάλʼ ἐπλούτησε becomes rich, Thgn. 663, cf. Pl. R. 421d, Men. Kol. 42; π. μέγα, μάλιστα, μεγάλως, Hdt. 1.32, 3.57, 6.125; πλούτει κατʼ οἶκον μέγα S. Ant. 1168; ὄναρ πεπλουτηκέναι ‘build castles in the air’, Pl. Ly. 218c, cf. Tht. 208b; μὴ σπεύδετε πλουτεῖν μᾶλλον ἢ χρηστοὶ δοκεῖν εἶναι Isoc. 3.50; ταχέως πλουτῆσαι Lys. 18.18; π. ἀπὸ τῶν κοινῶν to be rich from the public purse, Ar. Pl. 569; π. ἀφʼ ἑαυτῶν Porph. Sent. 40; π. ἐκ τῶν ἀλλοτρίων Lys. 32.25; ὑφʼ ὑμῶν πεπλουτηκότας D. 21.189 ( ἀφʼ Cobet).
στασιάζω
II revolutionize, throw into confusion, τὴν πόλιν Lys. 18.18; τὰ πράγματα D. 11.18; οἴκους Anon. ap. Stob. 4.31.84; τὴν Ἀντιόχειαν Philostr. VA 6.38:— Pass., in signf. I.3, διὰ τὸ τὰ ἐν τῇ Ῥώμῃ στασιάζεσθαι D.C. 40.32; τὸ ἐστασιασμένον S.E. M. 7.346.—This trans. sense is expressed by στασιάζειν ποιῶ in Isoc. 4.134.