Scaife ATLAS

CTS Library / πρὸς τὴν Λάκριτον παραγραφὴν

πρὸς τὴν Λάκριτον παραγραφὴν (3)

urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg035.perseus-grc2:3
Refs {'start': {'reference': '3', 'human_reference': 'Section 3'}}
Ancestors []
Children []
prev
plain textXML
next

οὗτοι μὲν οὖν τοιοῦτοί εἰσιν· ἐγὼ δέ, ἄνδρες δικασταί, χρήματα δανείσας Ἀρτέμωνι τῷ τούτου ἀδελφῷ κατὰ τοὺς ἐμπορικοὺς νόμους, εἰς τὸν Πόντον καὶ πάλιν Ἀθήναζε, τελευτήσαντος ἐκείνου πρὶν ἀποδοῦναί μοι τὰ χρήματα, Λακρίτῳ τουτῳὶ εἴληχα τὴν δίκην ταύτην κατὰ τοὺς αὐτοὺς νόμους τούτους καθʼ οὕσπερ τὸ συμβόλαιον ἐποιησάμην,

Tokens

οὗτοι 1 w 5
μὲν 1 w 8
οὖν 1 w 11
τοιοῦτοί 1 w 19
εἰσιν 1 w 24
ἐγὼ 1 w 28
δέ 1 w 30
1 w 32
ἄνδρες 1 w 38
δικασταί 1 w 46
χρήματα 1 w 54
δανείσας 1 w 62
Ἀρτέμωνι 1 w 70
τῷ 1 w 72
τούτου 1 w 78
ἀδελφῷ 1 w 84
κατὰ 1 w 88
τοὺς 1 w 92
ἐμπορικοὺς 1 w 102
νόμους 1 w 108
εἰς 1 w 112
τὸν 1 w 115
Πόντον 1 w 121
καὶ 1 w 124
πάλιν 1 w 129
Ἀθήναζε 1 w 136
τελευτήσαντος 1 w 150
ἐκείνου 1 w 157
πρὶν 1 w 161
ἀποδοῦναί 1 w 170
μοι 1 w 173
τὰ 2 w 175
χρήματα 2 w 182
Λακρίτῳ 1 w 190
τουτῳὶ 1 w 196
εἴληχα 1 w 202
τὴν 1 w 205
δίκην 1 w 210
ταύτην 1 w 216
κατὰ 2 w 220
τοὺς 2 w 224
αὐτοὺς 1 w 230
νόμους 2 w 236
τούτους 1 w 243
καθʼ 1 w 247
οὕσπερ 1 w 253
τὸ 2 w 255
συμβόλαιον 1 w 265
ἐποιησάμην 1 w 275

Dictionary Citations

LSJ

δανείζω
put out money at usury, lend, IG 1(2).302.56, Ar. Th. 842, al.; more fully, δ. ἐπὶ τόκῳ Pl. Lg. 742c; ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δ. τοῦ μηνὸς ἑκάστου D. 53.13, cf. Aeschin. 1.107; δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις on the security of . ., D. 27.27; ἐπὶ τοῖς σώμασι Arist. Ath. 9.1; εἰς τὰ ἡμέτερα D. 27.28; δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον καὶ πάλιν Ἀθήναζε Id. 35.3.
ἐμπορικός
of or for commerce, mercantile, οἶκος Stesich. 80; ἐ. τέχνη or ἐ. alone, = ἐμπορία I.1, Pl. Euthphr. 14e, Sph. 223d, al.; ἐ., τά, Id. Lg. 842d; ἐ. δίκαι Arist. Ath. 59.5, D. 7.12; κατὰ τοὺς ἐ. νόμους Id. 35.3: ἐ. συμβολαῖα ib. 47; τὰ ἐ. χρήματα money to be used in trade, ib. 49; ἡ μνᾶ ἡ ἐ. the mina of commerce, IG 2(2).1013.34 (ii B. C.); ἐμπορικόν, τό, the class of merchant-seamen, Arist. Pol. 1291b24; with an aptitude for trade, παῖς Lib. Decl. 33.7: Comp. -ώτερος Ptol. Tetr. 66: -κοί, οἱ, camp-traders, sutlers, Arr. Tact. 2.1.