4drive (to extremities), persecute, plague, οἵ μιν ἄδην ἐλόωσι . . πολέμοιο who will harass him till he has had enough of war, Il. 13.315; ἔτι μέν μίν φημι ἄδην λάαν κακότητος I think I shall persecute him till he has had enough, Od. 5.290; θεὸς ἐλαύνει πόλιν S. OT 28; Ἰωνίαν ἤλασεν βίᾳ A. Pers. 771; μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματα ἐλαύνῃ D. 9.54; σὺ δʼ ἀπειλεῖς πᾶσιν, ἐλαύνεις πάντας Id. 21.135, cf. 173:— Pass., ἐλαυνομένων καὶ ὑβριζομένων Id. 18.48; λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ S. Aj. 275; κακοῖς πρός τινος E. Andr. 31; ὑπʼ ἀνάγκης καὶ οἴστρου Pl. Phdr. 240d; τὴν ψυχὴν ἐρωτικῇ μανίᾳ Ael. NA 14.18; ἐλαύνεσθαι τὴν γνώμην to be out of oneʼs mind, Philostr. VS 2.27.5.
2fall, πέδοι σκήψασα having fallen on the plain below, A. Pr. 749; Διὸς ἔριν πέδοι σκήψασαν Id. Th. 429; of plague, ὁ πυρφόρος θεὸς σκήψας ἐλαύνει . . πόλιν S. OT 28; λίμνην ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος shot down across., of the beacon-light, A. Ag. 302, cf. 308, 310.