containing fruit, κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός S. OT 25; fruitful, σπέρματα Pl. Phdr. 276b; of soil, Thphr. CP 2.4.2; γᾶν ἔγκαρπον φέρειν may the earth bear produce, SIG 526.41 ( Crete); δένδρα Plu. Lib.educ. 2.2e; τέλη ἔγκαρπα tithe of produce, S. Tr. 238: metaph., χρήσιμον καὶ ἔ. fruitful, Plu. Max. cum princip. 2.776b, cf. Luc. Merc.Cond. 39 ( Sup.). Adv. - πως, διακεῖσθαι Aen.Tact. 7.1.
b
οὐ φθίνει ἀρετά Pi. P. 1.94; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς φ. δὲ σώματος S. OC 610, cf. OT 665 (lyr.); ὕβρις . . ἀνθεῖ τε καὶ πάλιν φ. Id. Fr. 786; ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν Id. Tr. 548; τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει E. Fr. 415.5, cf. Pl. Phd. 71b, Ti. 81b, etc.; c. dat. modi, πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν . . , φθίνουσα δʼ ἀγέλαις S. OT 25; of things, fade away, disappear, ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φ. καὶ ψῇ Id. Tr. 677; τὸ σῶμα φθίνει Hp. Loc.Hom. 24; metaph., φθίνοντα Λαΐου θέσφατα S. OT 906 (lyr.), cf. Ant. 1013:— Pass., αὐτὸς φθίεται Il. 20.173, cf. 14.87; more freq. in fut. and aor., ἤδη φθ<ε>ίσονται 11.821, cf. 19.329, Od. 13.384; τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il. 18.100; δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο 1.251; νούσῳ ὑπʼ ἀργαλέῃ φθίσθαι 13.667; νόσοις ὁ τλήμων ἔφθιτο S. OT 962; πρὸς φίλου ἔφθισο wast slain by . . , A. Th. 971 (lyr.), cf. E. Med. 1414 (anap.): freq. in part. φθίμενος, slain, dead, Od. 11.558, al.; χερσὶν ὑπʼ Ἀργείων φθίμενος Il. 8.359; ἐν πολέμῳ φθίμενον IG 12. 976; φθίμενοι the dead, φθιμένοισι μετείην Od. 24.436; πενθήσει βασιλῆ φ. Orac. ap. Hdt. 7.220, cf. Euph. 21; φθιμένων ζῳῶν τε φωτῶν Pi. I. 4(3).10(28), cf. B. 5.83; φθιμένοισιν A. Th. 732 (lyr.); φθίμενος S. Tr. 1161, cf. Ant. 836 (anap.); μηδέτινʼ εἰπεῖν . . φθιμένων E. Hec. 137 (anap.): less freq. c. Art. (cf. φθιτός) , τὸν φθίμενον A. Th. 336 (lyr., codd.); τῶν φ. Id. Ag. 1023 (lyr.); τῶν πρότερον φ. Id. Ch. 403 (anap.); φ. δέμας, σῶμα, mortal, IG 9(1).882.9,12 (Corc.); Φθιμένη Perishing, personified as a goddess, Φυσώ τε Φ. τε Emp. 123.1: rare in Prose, τοῖς φθιμένοις X. Cyr. 8.7.18.