διαφόρησις NOUN

Count: 23

ShortDef

a plundering

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαφόρησις)
LSJ (διαφόρησις)
Middle Liddell (διαφόρησις)

Form List

form parse count
διαφόρησις NOM.SG FEM 2
διαφόρησιν ACC.SG FEM 9
διαφορήσεως GEN.SG FEM 6
διαφορήσεις ACC.PL FEM 4
διαφορήσεων GEN.PL FEM 1
διαφορήσεσι DAT.PL FEM 1