διαπόρησις NOUN

Count: 17

ShortDef

doubting, perplexity

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαπόρησις)
LSJ (διαπόρησις)

Form List

form parse count
διαπόρησις NOM.SG FEM 2
διαπόρησιν ACC.SG FEM 6
διαπορήσεως GEN.SG FEM 2
διαπορήσει DAT.SG FEM 1
διαπορήσεις NOM.PL FEM 4
διαπορήσεις ACC.PL FEM 1
διαπορήσεσιν DAT.PL FEM 1