κατοίκισις NOUN

Count: 25

ShortDef

a planting with inhabitants, foundation of a state, colonisation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατοίκισις)
LSJ (κατοίκισις)
Lexicon Thucydideum (κατοίκισις)
Middle Liddell (κατοίκισις)

Form List

form parse count
κατοίκισις NOM.SG FEM 5
κατοίκισίς NOM.SG FEM 1
κατοίκισιν ACC.SG FEM 5
κατοικίσεως GEN.SG FEM 4
κατοικίσει DAT.SG FEM 1
κατοικίσεις ACC.PL FEM 3
κατοικίσεων GEN.PL FEM 5
κατοικίσεσιν DAT.PL FEM 1