ἐμποδισμός NOUN

Count: 17

ShortDef

hindering, impeding

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐμποδισμός)
LSJ (ἐμποδισμός)

Form List

form parse count
ἐμποδισμὸς NOM.SG MASC 5
ἐμποδισμός NOM.SG MASC 1
ἐμποδισμὸν ACC.SG MASC 2
ἐμποδισμόν ACC.SG MASC 1
ἐμποδισμοῦ GEN.SG MASC 2
ἐμποδισμοὶ NOM.PL MASC 1
ἐμποδισμοὺς ACC.PL MASC 3
ἐμποδισμούς ACC.PL MASC 2