λειτουργός NOUN

Count: 67

ShortDef

one who performed a λειτουργία

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (λειτουργός)
LSJ (λειτουργός)
Middle Liddell (λειτουργός)

Form List

form parse count
λειτουργὸς NOM.SG MASC 9
λειτουργὸν ACC.SG MASC 5
λειτουργοῦ GEN.SG MASC 1
λειτουργοὶ NOM.PL MASC 9
λειτουργοί NOM.PL MASC 4
λειτουργοὺς ACC.PL MASC 15
λειτουργούς ACC.PL MASC 3
λειτουργῶν GEN.PL MASC 11
λειτουργοῖς DAT.PL MASC 9
λειτουργοὶ VOC.PL MASC 1