καταρράκτης NOUN

Count: 97

ShortDef

down-rushing; (subst.) waterfall, sluice, movable bridge

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταρράκτης)
LSJ (καταρράκτης)
Middle Liddell (καταρράκτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Καταρράκτης (NOUN) 4

Form List

form parse count
καταρράκτης NOM.SG MASC 6
καταράκτης NOM.SG MASC 4
καταρράκτας NOM.SG MASC 1
καταρράκτην ACC.SG MASC 14
καταράκτην ACC.SG MASC 6
καταρράκτου GEN.SG MASC 7
καταράκτου GEN.SG MASC 4
καταρράκτῃ DAT.SG MASC 3
καταρράκται NOM.PL MASC 8
καταράκται NOM.PL MASC 2
καταρράκτας ACC.PL MASC 18
καταράκτας ACC.PL MASC 8
καταρρακτῶν GEN.PL MASC 9
καταρακτῶν GEN.PL MASC 2
καταρράκταις DAT.PL MASC 4
καταράκταις DAT.PL MASC 1