συμμαθητής NOUN

Count: 14

ShortDef

a fellow-disciple

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμμαθητής)
LSJ (συμμαθητής)
Middle Liddell (συμμαθητής)

Form List

form parse count
συμμαθητὴς NOM.SG MASC 2
συμμαθητοῦ GEN.SG MASC 2
συμμαθηταί NOM.PL MASC 1
συμμαθηταὶ NOM.PL MASC 1
συμμαθητάς ACC.PL MASC 3
συμμαθητὰς ACC.PL MASC 3
συμμαθητῶν GEN.PL MASC 1
συνμαθηταῖς DAT.PL MASC 1