μισθοδότης NOUN

Count: 14

ShortDef

one who pays wages, a paymaster

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μισθοδότης)
LSJ (μισθοδότης)
Middle Liddell (μισθοδότης)

Form List

form parse count
μισθοδότης NOM.SG MASC 3
μισθοδότας NOM.SG MASC 1
μισθοδότην ACC.SG MASC 3
μισθοδόται NOM.PL MASC 2
μισθοδότας ACC.PL MASC 1
μισθοδοτῶν GEN.PL MASC 2
μισθοδόταις DAT.PL MASC 2