συνέμπορος NOUN

Count: 36

ShortDef

a fellow-traveller, companion, attendant

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνέμπορος)
LSJ (συνέμπορος)
Middle Liddell (συνέμπορος)

Form List

form parse count
συνέμπορος NOM.SG MASC 2
συνέμπορον ACC.SG MASC 9
ξυνέμπορον ACC.SG MASC 5
συνέμπορόν ACC.SG MASC 1
συνεμπόρου GEN.SG MASC 1
συνέμποροι NOM.PL MASC 6
ξυνέμποροι NOM.PL MASC 2
συνεμπόρους ACC.PL MASC 2
συνεμπόρων GEN.PL MASC 1
ξυνέμπορος NOM.SG FEM 1
συνέμπορος NOM.SG FEM 1
συνέμπορον ACC.SG FEM 2
ξυνέμπορον ACC.SG FEM 1
ξυνεμπόρους ACC.PL FEM 1
ξυνεμπόρων GEN.PL FEM 1