μετρητικός ADV

Count: 1

ShortDef

skilled in measuring

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μετρητικός)
LSJ (μετρητικός)
Middle Liddell (μετρητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μετρητικός (ADJ) 25

Form List

form parse count
μετρητικῶς INDECL 1