στοχαστικός ADJ

Count: 53

ShortDef

skilful in aiming at, able to hit

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στοχαστικός)
LSJ (στοχαστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στοχαστικός (ADV) 18

Form List

form parse count
στοχαστικός NOM.SG MASC 4
στοχαστικὸς NOM.SG MASC 2
στοχαστικὸν ACC.SG MASC 2
στοχαστικοὶ NOM.PL MASC 1
στοχαστικοῖς DAT.PL MASC 1
στοχαστικὴ NOM.SG FEM 9
στοχαστική NOM.SG FEM 4
στοχαστικὴν ACC.SG FEM 2
στοχαστικήν ACC.SG FEM 1
στοχαστικῆς GEN.SG FEM 7
στοχαστικῇ DAT.SG FEM 2
στοχαστικαὶ NOM.PL FEM 1
στοχαστικῶν GEN.PL FEM 1
στοχαστικαῖς DAT.PL FEM 1
στοχαστικὸν NOM.SG NEUT 4
στοχαστικόν NOM.SG NEUT 2
στοχαστικὸν ACC.SG NEUT 4
στοχαστικοῦ GEN.SG NEUT 1
στοχαστικῶν GEN.PL NEUT 2
στοχαστικώτερος COMP NOM.SG MASC 1
στοχαστικωτέρως COMP ACC.PL MASC 1