κυνηγετικός ADJ

Count: 38

ShortDef

of or for hunting, fond of the chase

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κυνηγετικός)
LSJ (κυνηγετικός)
Middle Liddell (κυνηγετικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Κυνηγετικός (ADJ) 9
Κυνηγετικός (NOUN) 2
κυνηγετικός (ADV) 1

Form List

form parse count
κυνηγετικός NOM.SG MASC 2
κυνηγετικὸς NOM.SG MASC 1
κυνηγετικόν ACC.SG MASC 1
κυνηγετικὸν ACC.SG MASC 1
κυνηγετικοῦ GEN.SG MASC 1
κυνηγετικῷ DAT.SG MASC 1
κυνηγετικοί NOM.PL MASC 3
κυνηγετικοὶ NOM.PL MASC 1
κυνηγετικοὺς ACC.PL MASC 2
κυνηγετικῶν GEN.PL MASC 3
κυνηγετικοῖς DAT.PL MASC 2
κυνηγετική NOM.SG FEM 2
κυνηγετικὴ NOM.SG FEM 2
κυνηγετικὴν ACC.SG FEM 1
κυνηγετικῆς GEN.SG FEM 1
κυνηγετικῇ DAT.SG FEM 2
κυνηγετικαὶ NOM.PL FEM 1
κυνηγετικὸν ACC.SG NEUT 3
κυνηγετικοῦ GEN.SG NEUT 1
κυνηγετικὰ NOM.PL NEUT 2
κυνηγετικὰ ACC.PL NEUT 1
κυνηγετικῶν GEN.PL NEUT 2
κυνηγετικοῖς DAT.PL NEUT 1
κυνηγετικώτατον SUP ACC.SG MASC 1