καχύποπτος ADJ

Count: 3

ShortDef

suspecting evil, suspicious

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καχύποπτος)
LSJ (καχύποπτος)
Middle Liddell (καχύποπτος)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 3
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL 2 1  

Form List

form parse count
καχύποπτος NOM.SG MASC 2
καχύποπτοί NOM.PL MASC 1