τειχοποιός ADJ

Count: 18

ShortDef

builder of walls or forts; official in charge of wall building and repair

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τειχοποιός)
LSJ (τειχοποιός)
Middle Liddell (τειχοποιός)

Form List

form parse count
τειχοποιὸς NOM.SG MASC 3
τειχοποιός NOM.SG MASC 2
τειχοποιὸν ACC.SG MASC 2
τειχοποιόν ACC.SG MASC 1
τειχοποιοῦ GEN.SG MASC 2
τειχοποιοί NOM.PL MASC 2
τειχοποιοὶ NOM.PL MASC 2
τειχοποιοὺς ACC.PL MASC 1
τειχοποιῶν GEN.PL MASC 3