διάγραμμα NOUN

Count: 196

ShortDef

that which is marked out by lines, a figure, plan

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάγραμμα)
LSJ (διάγραμμα)
Middle Liddell (διάγραμμα)

Form List

form parse count
διάγραμμα NOM.SG NEUT 23
διάγραμμά NOM.SG NEUT 1
διάγραμμα ACC.SG NEUT 37
διαγράμματος GEN.SG NEUT 50
διαγράμματός GEN.SG NEUT 1
διαγράμματι DAT.SG NEUT 45
διαγράμματα NOM.PL NEUT 2
διαγράμματα ACC.PL NEUT 13
διαγραμμάτων GEN.PL NEUT 15
διαγράμμασιν DAT.PL NEUT 6
διαγράμμασι DAT.PL NEUT 3