σύγχρισμα NOUN

Count: 20

ShortDef

ointment, salve

Dictionaries

LSJ (σύγχρισμα)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Σύγχρισμα (NOUN) 1

Form List

form parse count
σύγχρισμα NOM.SG NEUT 8
σύγχρισμά NOM.SG NEUT 1
σύγχρισμά ACC.SG NEUT 1
συγχρίσματι DAT.SG NEUT 4
συγχρίσματά ACC.PL NEUT 1
συγχρισμάτων GEN.PL NEUT 1
συγχρίσμασι DAT.PL NEUT 3
συγχρίσμασιν DAT.PL NEUT 1