περίκομμα NOUN

Count: 10

ShortDef

that which is cut off all round, trimmings, mincemeat

Dictionaries

LSJ (περίκομμα)
Middle Liddell (περίκομμα)

Form List

form parse count
περίκομμα NOM.SG NEUT 2
περίκομμ’ NOM.SG NEUT 2
περίκομμα ACC.SG NEUT 1
περικόμματος GEN.SG NEUT 1
περικόμματα ACC.PL NEUT 1
περικόμματ’ ACC.PL NEUT 1
περικόμμασι DAT.PL NEUT 1
περικομματίοις DAT.PL NEUT 1