κατάχυσμα NOUN

Count: 17

ShortDef

that which is poured over, sauce

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατάχυσμα)
LSJ (κατάχυσμα)
Middle Liddell (κατάχυσμα)

Form List

form parse count
κατάχυσμα ACC.SG NEUT 1
κατάχυσμ’ ACC.SG NEUT 1
καταχύσματι DAT.SG NEUT 1
καταχύσματα NOM.PL NEUT 4
καταχύσματα ACC.PL NEUT 8
καταχύσματ’ ACC.PL NEUT 1
καταχυσμάτων GEN.PL NEUT 1