διάφραγμα NOUN

Count: 398

ShortDef

a partition-wall, barrier

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάφραγμα)
LSJ (διάφραγμα)
Lexicon Thucydideum (διάφραγμα)
Middle Liddell (διάφραγμα)

Form List

form parse count
διάφραγμα NOM.SG NEUT 50
διάφραγμα ACC.SG NEUT 113
διάφραγμά ACC.SG NEUT 2
διαφράγμα ACC.SG NEUT 1
διάέφραγμα ACC.SG NEUT 1
διαφράγματος GEN.SG NEUT 132
διαφράγματός GEN.SG NEUT 1
διαφράγματι DAT.SG NEUT 77
διαφράγματα NOM.PL NEUT 4
διαφράγματα ACC.PL NEUT 4
διαφραγμάτων GEN.PL NEUT 5
διαφράγμασι DAT.PL NEUT 6
διαφράγμασιν DAT.PL NEUT 2