διάλειμμα NOUN

Count: 173

ShortDef

an interval

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάλειμμα)
LSJ (διάλειμμα)

Form List

form parse count
διάλειμμα NOM.SG NEUT 13
διάλειμμα ACC.SG NEUT 38
διάλειμμά ACC.SG NEUT 1
διαλείμματος GEN.SG NEUT 28
διαλείμματός GEN.SG NEUT 2
διαλείμματι DAT.SG NEUT 4
διαλείμματα NOM.PL NEUT 7
διαλείμματα ACC.PL NEUT 17
διαλείμματ’ ACC.PL NEUT 1
διαλειμμάτων GEN.PL NEUT 47
διαλείμμασι DAT.PL NEUT 9
διαλείμμασιν DAT.PL NEUT 6