καθηγεμών NOUN

Count: 51

ShortDef

a leader, a guide

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καθηγεμών)
LSJ (καθηγεμών)
Middle Liddell (καθηγεμών)

Form List

form parse count
καθηγεμὼν NOM.SG MASC 5
καθηγεμών NOM.SG MASC 1
κατηγεμὼν NOM.SG MASC 1
καθηγεμόνα ACC.SG MASC 9
κατηγεμόνα ACC.SG MASC 1
καθηγεμόνος GEN.SG MASC 4
καθηγεμόνι DAT.SG MASC 7
καθηγεμόνες NOM.PL MASC 6
κατηγεμόνες NOM.PL MASC 2
καθηγεμόνας ACC.PL MASC 6
κατηγεμόνας ACC.PL MASC 1
καθηγεμόνων GEN.PL MASC 3
καθηγεμόσιν DAT.PL MASC 2
καθηγεμόνα ACC.SG FEM 3