συκοφάντης NOUN

Count: 256

ShortDef

a false accuser, slanderer

Dictionaries

LSJ (συκοφάντης)

Form List

form parse count
συκοφάντης NOM.SG MASC 57
συκοφάντην ACC.SG MASC 45
συκοφάντου GEN.SG MASC 12
συκοφάντῃ DAT.SG MASC 8
συκοφάντα VOC.SG MASC 4
συκοφάνται NOM.PL MASC 30
συκοφάντας ACC.PL MASC 42
συκοφαντῶν GEN.PL MASC 40
συκοφάνταις DAT.PL MASC 18