στρατιώτης NOUN

Count: 4,037

ShortDef

a citizen bound to military service

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρατιώτης)
LSJ (στρατιώτης)
Lexicon Thucydideum (στρατιώτης)
Middle Liddell (στρατιώτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Στρατιώτης (NOUN) 18
στρατιωτής (NOUN) 1

Form List

form parse count
στρατιώτης NOM.SG MASC 119
στρατιώτας NOM.SG MASC 2
στρατιώτην ACC.SG MASC 79
στρατιώτου GEN.SG MASC 44
στρατιώτῃ DAT.SG MASC 48
στρατιώτηι DAT.SG MASC 3
στρατιῶτα VOC.SG MASC 1
στρατιῶται NOM.PL MASC 584
στρατιῶταί NOM.PL MASC 6
στρατιώτας ACC.PL MASC 1,266
στρατιωτῶν GEN.PL MASC 1,242
στρατιωτέων GEN.PL MASC 8
στρατιώταις DAT.PL MASC 604
Στρατιώταις DAT.PL MASC 1
στρατιῶται VOC.PL MASC 29
στρατιῶταί VOC.PL MASC 1