τριήραρχος NOUN

Count: 172

ShortDef

the captain of a trireme

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τριήραρχος)
LSJ (τριήραρχος)
Lexicon Thucydideum (τριήραρχος)
Middle Liddell (τριήραρχος)

Form List

form parse count
τριήραρχος NOM.SG MASC 20
τριήραρχός NOM.SG MASC 2
τριήραρχον ACC.SG MASC 14
τριηράρχου GEN.SG MASC 5
τριηράρχῳ DAT.SG MASC 4
τριήραρχοι NOM.PL MASC 20
τριήραρχοί NOM.PL MASC 1
τριηράρχους ACC.PL MASC 39
τριηράρχων GEN.PL MASC 40
τριηράρχοις DAT.PL MASC 26
τριηράρχοισι DAT.PL MASC 1