διασπασμός NOUN

Count: 20

ShortDef

tearing in pieces

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διασπασμός)
LSJ (διασπασμός)

Form List

form parse count
διασπασμός NOM.SG MASC 1
διασπασμὸς NOM.SG MASC 1
διασπασμὸν ACC.SG MASC 4
διασπασμόν ACC.SG MASC 2
διασπασμοῦ GEN.SG MASC 4
διασπασμῷ DAT.SG MASC 3
διασπασμοὶ NOM.PL MASC 2
διασπασμοὺς ACC.PL MASC 2
διασπασμοῖς DAT.PL MASC 1