μετανάστης NOUN

Count: 34

ShortDef

one who has changed his home, a wanderer, immigrant

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μετανάστης)
LSJ (μετανάστης)
Cunliffe (Lex Entries) (μετανάστης)
Middle Liddell (μετανάστης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Μετανάστης (NOUN) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 15
ACC 16
GEN
DAT 3
VOC
TOTAL 16 18  

Form List

form parse count
μετανάστης NOM.SG MASC 6
μετανάστην ACC.SG MASC 8
μετανάστῃ DAT.SG MASC 2
μετανάσται NOM.PL MASC 9
μετανάστας ACC.PL MASC 8
μετανάσταις DAT.PL MASC 1