θεραπευτής NOUN

Count: 64

ShortDef

one who serves the gods, a worshipper

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (θεραπευτής)
LSJ (θεραπευτής)
Middle Liddell (θεραπευτής)

Form List

form parse count
θεραπευτὴς NOM.SG MASC 7
θεραπευτής NOM.SG MASC 5
θεραπευτὴν ACC.SG MASC 7
θεραπευτήν ACC.SG MASC 4
θεραπευτῇ DAT.SG MASC 2
θεραπευταὶ NOM.PL MASC 15
θεραπευταί NOM.PL MASC 7
θεραπευτὰς ACC.PL MASC 6
θεραπευτάς ACC.PL MASC 1
θεραπευτῶν GEN.PL MASC 4
θεραπευταῖς DAT.PL MASC 6