δοκιμαστής NOUN

Count: 18

ShortDef

an assayer, scrutineer

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δοκιμαστής)
LSJ (δοκιμαστής)
Middle Liddell (δοκιμαστής)

Form List

form parse count
δοκιμαστὴς NOM.SG MASC 4
δοκιμαστής NOM.SG MASC 2
δοκιμαστὴν ACC.SG MASC 1
δοκιμαστοῦ GEN.SG MASC 1
δοκιμαστῇ DAT.SG MASC 2
δοκιμασταὶ NOM.PL MASC 1
δοκιμαστὰς ACC.PL MASC 7