ψιθυρισμός NOUN

Count: 11

ShortDef

a whispering

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ψιθυρισμός)
LSJ (ψιθυρισμός)

Form List

form parse count
ψιθυρισμὸς NOM.SG MASC 1
ψιθυρισμόν ACC.SG MASC 2
ψιθυρισμὸν ACC.SG MASC 1
ψιθυρισμοῦ GEN.SG MASC 2
ψιθυρισμῷ DAT.SG MASC 1
ψιθυρισμοί NOM.PL MASC 1
ψιθυρισμούς ACC.PL MASC 1
ψιθυρισμοὺς ACC.PL MASC 1
ψιθυρισμῶν GEN.PL MASC 1