χειραγωγός NOUN

Count: 17

ShortDef

one that leads by the hand, a leader, guide

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (χειραγωγός)
LSJ (χειραγωγός)
Middle Liddell (χειραγωγός)

Form List

form parse count
χειραγωγός NOM.SG MASC 1
χειραγωγὸς NOM.SG MASC 1
χειραγωγὸν ACC.SG MASC 4
χειραγωγοῦ GEN.SG MASC 4
χειραγωγῷ DAT.SG MASC 1
χειραγωγοί NOM.PL MASC 1
χειραγωγούς ACC.PL MASC 2
χειραγωγοῖς DAT.PL MASC 3