δημιουργός NOUN

Count: 1,082

ShortDef

one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δημιουργός)
LSJ (δημιουργός)
Lexicon Thucydideum (δημιουργός)
Middle Liddell (δημιουργός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Δημιουργός (NOUN) 27
δημιουργός (ADJ) 1

Form List

form parse count
δημιουργὸς NOM.SG MASC 221
δημιουργός NOM.SG MASC 97
δημιοεργός NOM.SG MASC 1
δημιουργὸν ACC.SG MASC 186
δημιουργόν ACC.SG MASC 53
δημιοργὸν ACC.SG MASC 1
δημιουργοῦ GEN.SG MASC 179
δημιουργῷ DAT.SG MASC 70
δημιουργέ VOC.SG MASC 1
δημιουργὲ VOC.SG MASC 1
δημιουργοὶ NOM.PL MASC 56
δημιουργοί NOM.PL MASC 36
δημιοεργοὶ NOM.PL MASC 4
δημιοεργοί NOM.PL MASC 1
δημιουργοὺς ACC.PL MASC 45
δημιουργούς ACC.PL MASC 13
δημιοεργοὺς ACC.PL MASC 1
δημιουργῶν GEN.PL MASC 87
δημιουργοῖς DAT.PL MASC 26
δημιουργοῖσιν DAT.PL MASC 1
δημιουργοὶ VOC.PL MASC 2