καταδρομή NOUN

Count: 110

ShortDef

an inroad, raid

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταδρομή)
LSJ (καταδρομή)
Lexicon Thucydideum (καταδρομή)
Middle Liddell (καταδρομή)

Form List

form parse count
καταδρομὴ NOM.SG FEM 6
καταδρομή NOM.SG FEM 1
καταδρομὴν ACC.SG FEM 23
καταδρομήν ACC.SG FEM 10
καταδρομῆς GEN.SG FEM 11
καταδρομῇ DAT.SG FEM 3
καταδρομαὶ NOM.PL FEM 7
καταδρομαί NOM.PL FEM 1
καταδρομὰς ACC.PL FEM 19
καταδρομάς ACC.PL FEM 6
καταδρομαῖς DAT.PL FEM 23