δυσπραξία NOUN

Count: 24

ShortDef

ill success, ill luck

Dictionaries

LSJ (δυσπραξία)
Middle Liddell (δυσπραξία)

Form List

form parse count
δυσπραξία NOM.SG FEM 4
δυσπραξίαν ACC.SG FEM 2
δυσπραξίας GEN.SG FEM 5
δυσπραξίᾳ DAT.SG FEM 3
δυσπραξίαι NOM.PL FEM 2
δυσπραξίας ACC.PL FEM 4
δυσπραξίαις DAT.PL FEM 4